- κογχίον
- κογχ-ίον, τό, Dim. of κόγχη, Antiph.71, Str. 16.4.17 (pl.).II = κόγχη 11.1, Gal.14.701.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κογχίον — κογχίον, τὸ (Α) μικρή κόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη + υποκορ. κατάλ. ιον] … Dictionary of Greek
κογχίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχία — κογχίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κογχίων — κογχίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… … Dictionary of Greek